- κομματικοί
- κομματικόςconsisting of short clausesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό … Dictionary of Greek
κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Μπαρμπάντος — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας. Βρίσκεται Δ του Αγίου Βικέντιου και ΒΔ της Βενεζουέλας. Βρέχεται Δ από την Καραϊβική θάλασσα και Α από τον βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. ανέκτησε την πολιτειακή του οντότητα μετά τη διάσπαση της… … Dictionary of Greek
Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… … Dictionary of Greek
υποεπιτροπή — Σώμα που συγκροτείται μέσα στους κόλπους μιας επιτροπής και βρίσκεται σε μια σχέση εξάρτησης μαζί της, όπως περίπου η επιτροπή η ίδια απέναντι στο φορέα που την έχει συστήσει. Συνήθως, έχει σκοπό τη διεκπεραίωση έργου εξειδικευμένου και… … Dictionary of Greek